- ἀοριστῶς
- ἀοριστόωto be indefinitepres ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀορίστως — ἀόριστος without boundaries adverbial ἀόριστος without boundaries masc/fem acc pl (doric) ἀ̱ορίστως , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ποικίλλω — ΝΜΑ [ποικίλος] 1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.) 2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη… … Dictionary of Greek
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek
ԱՆՈՐՈՇԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0218 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 12c մ. ἁδιορίστως, ἁορίστως indistincte, indefinite, ἁδιαφόρως indifferenter Առանց որոշելոյ. անորիշ. անխտիր. հասարակաբար. անյայտաբար. եւ Անխորհրդաբար կամ անպատճառ. *Խայթոց մահու… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՍԱՀՄԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0233 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c, 13c ԱՆՍԱՀՄԱՆ մ. ԱՆՍԱՀՄԱՆԱԲԱՐ. ἁορίστως, ἁπεριορίστως indefinite, infinite, incircumscripte Իբրեւ անսահման՝ ըստ կրկին նշ. առանց սահմանի. անչափութեամբ. անորոշակի. եւ Արտօրէն. *Սա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)